- ἀλαζονεύεσθαι
- ἀλαζονεύομαιmake false pretensionspres inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гърдитисѧ — ГЪР|ДИТИСѦ (41), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. 1. Проявлять непокорность, дерзость: Прозвѹтеръ аще бѹдеть еп(с)пъмь своимь ѿлѹченъ… но ра||сколѹ творѩ и гордѩсѩ. ст҃ынѩ б҃ии принесеть… да бѹдеть проклѩтъ. КР 1284, 107–108. 2. Проявлять высокомерие,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλατειάζω — και πλατυάζω / πλατειάζω, ΝΑ, δωρ. τ. πλατειάσδω Α νεοελλ. επεκτείνω τον λόγο μου με περιττές και ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογώ αρχ. 1. πλήττω, χτυπώ κάτι με την παλάμη 2. μιλώ ή προφέρω τις λέξεις με τραχιά, βαριά προφορά όπως οι… … Dictionary of Greek